-
1 δρόμος
ο1) дорога, путь;αμαξιτός (έτοιμος) δρόμος — проезжая (торная) дорога;
δημόσιος δρόμος — шоссе;
μακρυνός δρόμος — дальняя дорога;
χάνω τον δρόμο — сбиться с пути;
δεν έχει δρόμο από δω — здесь нет дороги;
κάντε μου δρόμο! — дайте мне дорогу!;
στο δρόμο — а) на моём пути; — б) по пути; — в пути;
από πλάγιο δρόμο — окольным путём;
δυό μέρες δρόμος από... — в двух днях пути от...;
2) улица;ερημικός δρόμος — глухая улица;
στο δρόμος — на улице;
3) бег; пробег, забег;πλ. бега; гонки;μαραθώνιος δρόμος — марафонский бег;
ανώμαλος δρόμος — кросс;
δρόμος ϊππων — скачки;
δρόμος αυτοκινήτων — автомобильные гонки;
δρόμος πεντακοσίων μέτρων — бег на пятьсот метров;
δρόμος μετ' εμποδίων — бег с препятствиями;
4) скорость;5) рейс;έκαμα ένα σωρό δρόμους σήμερα — сегодня я много.ходил;
τό λεωφορείο κάνει δέκα δρόμους την ημέρα — автобус делает десять рейсов в день;
6) перен. ход, течение; оборот;θα ιδούμε τί δρόμο θα πάρει η υπόθεση — посмотрим, какой ход примет дело;
7) астр. орбита;8) (одна) ноша; воз; ездка;έφερε δυό δρόμους άμμο — он привёз два воза песку;
έφερε δυό δρόμους νερό — он два раза ходил за водой;
§ παίρνω δρόμο — пускаться в путь;
παίρνω τούς δρόμους — бродить по улицам, дорогам (от отчаяния, горя);
γυρίζω ( — или περιπλανώμαι) στούς δρόμους — а) бродить по улицам; — б) скитаться;
δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει — он долго шёл, шёл он шёл (в сказках);
η δουλειά πήρε το δρόμο της — работа вошла в свою колею;
πήρε δρόμο η γλώσσα του — он дал волю своему языку;
τραβώ το δρόμο μου — а) идти своей дорогой; — б) преуспевать;
τράβα ( — или κόβε).δρόμο! — убирайся вон!;
ακολουθώ τον δρόμο μου — идти своей дорогой;
δός του δρόμο! — вперёд!, поторопись!;
τοδ'δωσα δρόμο — я его прогнал;
ανοίγω δρόμο — а) прокладывать путь; — б) строить дорогу;
ανοίγω το δρόμο μου — пробивать себе дорогу;
κόβω δρόμο — а) быстро бежать; — б) много ходить; — покрывать большое расстояние; — е) сокращать путь;
να κόψουμε δρόμο δεξιά — а) свернём направо; — б) свернём направо и сократим путь;
κόβω τον δρόμος σε κάποιον — преградить путь кому-л;
μένω στούς πέντε δρόμους — оказаться на улице (без средств);
αφήνω στούς (πέντε) δρόμους — покидать на произвол судьбы, оставлять без средств (детей, больных);
πετώ ( — или ρίχνω) στον δρόμο — выбросить на улицу;
κλείνω το δρόμο σε κάποιον — стать кому-л. поперёк дороги;
πήρε τον κακό δρόμο — он пошёл по дурному пути;
παιδί τού δρόμου — уличный мальчишка;
γυναίκα τού δρόμου — уличная женщина;
στη μέση τού δρόμου — или στο μισό δρόμο — на половине пути
См. также в других словарях:
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
έλλειψη — η 1. απουσία, ανυπαρξία, ανεπάρκεια, ατέλεια: Το σπίτι έχει πολλές ελλείψεις. 2. (μαθ.), γεωμετρικό σχήμα που σχηματίζεται αν κόψουμε κύλινδρο με επίπεδο όχι κάθετο προς τον άξονά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενωτικό — το ένα από τα ορθογραφικά σημεία, μικρή οριζόντια γραμμή ( ), που σημειώνεται είτε στο τέλος της σειράς, όταν δε χωρεί η λέξη ολόκληρη και πρέπει να την κόψουμε και να τη χωρίσουμε (π.χ. παί ζω), είτε ύστερα από τις λέξεις Αγια , Αϊ , γερο , γρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)